- Λουθηρανισμός
- Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που έχει εξαχθεί από τις Επιστολές του Παύλου και από τα έργα του αγίου Αυγουστίνου και αντιτίθεται στην πεποίθηση για την αναγέννηση του ανθρώπου. Στην αντίληψη αυτή εναντιώνεται και η θεωρία περί του απόλυτου μεγαλείου και της αγιότητας του Θεού, που κοινωνεί, μέσω του Χριστού, τη δικαιοσύνη του στους πιστούς ανθρώπους, χωρίς να καταλογίζει τα αμαρτήματά τους.
Οι δύο βασικές αρχές του λ. συνίστανται στην ελεύθερη εξέταση που απορρίπτει οποιαδήποτε μεσολάβηση (συνεπώς και της Εκκλησίας) μεταξύ Θεού και ανθρώπου και στην πίστη, που θεωρείται μοναδική αρχή δικαίωσης, δωρεάς του Κυρίου και παρέχεται στους εκλεκτούς με θεία, αμετάβλητη απόφαση. Συνέπεια αυτού είναι η υποτίμηση των καλών έργων, πάντοτε ατελών, αφού το προπατορικό αμάρτημα, που ταυτίζεται με την επιθυμία, διέφθειρε ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη φύση καθώς και η μη ύπαρξη ανάγκης κάποιας θρησκευτικής ιεραρχίας, αφού κάθε πιστός είναι ιερέας στην οικογένειά του, στην κοινωνία και στο κράτος.
Κατά συνέπεια, η ηθική δεν αποτελεί πλέον εκπλήρωση καθήκοντος, αλλά έκφραση της ψυχής του χριστιανού, της ενδόμυχης πίστης του, της ευγνωμοσύνης του προς τον Θεό και της αγάπης του προς τον πλησίον. Πρόκειται για μια ηθική υποχρέωση που αναβλύζει από τα βάθη της συνείδησης. Ορατά σημεία της αόρατης χάρης του Θεού είναι τα μυστήρια, που περιορίζονται στο βάπτισμα και στη Θεία Ευχαριστία, με την ευκαιρία της οποίας ο Λούθηρος υποστήριζε την consubstantiatio, δηλαδή την πραγματική παρουσία του σώματος και του αίματος του Χριστού παράπλευρα με την ουσία του ψωμιού και του κρασιού. Όσον αφορά τη λατρεία, γίνεται δεκτή η κοινωνία υπό τις δύο μορφές του ψωμιού και του κρασιού, ενώ για τους λαϊκούς –αντίθετα με τη Δυτ. Καθολική Εκκλησία– καταργείται το θυσιαστικό μέρος της Θείας λειτουργίας και παραχωρείται μεγάλη θέση στην ανάγνωση και στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής, στο χορωδιακό μέλος και στην κοινή προσευχή.
Μετά τις πρώτες δεκαετίες επικράτησης των θεωριών του Λούθηρου και διεξαγωγής σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ των μαθητών του, ιδιαίτερα ως προς το θέμα της ελευθερίας και των καλών έργων (που ήδη ο Μελάγχθων είχε θεωρήσει ωφέλιμα για τη σωτηρία) η διάδοση του λ. περιορίστηκε στο δεύτερο μισό του 16ου αι. με την εμφάνιση του καλβινισμού και της Αντιμεταρρύθμισης. Το 1577 καταρτίστηκε μια Φόρμουλα Ομόνοιας, στην οποία προσχώρησαν πολλές κοινότητες, ενώ άλλες δέχτηκαν την κατήχηση της Χαϊδελβέργης του 1563.
Οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ιστορικής κριτικής σχετικά με τον λ. συνοψίζονται σε δύο τάσεις. Η πρώτη στοχεύει στην αναζήτηση μιας κεφαλαιώδους πλευράς αυτής της ιδεολογικής επανάστασης, που αποτελεί την αρχή των νεότερων χρόνων και ταυτίζεται, από τους υποστηρικτές των συγκεκριμένων θεωριών, με τη Μεταρρύθμιση. Η δεύτερη, ίσως πιο αποδεκτή στη σύγχρονη εποχή, είναι εκείνη που θεωρεί τον Λούθηρο, για την πίστη του στην υπερβατικότητα και στην υποτίμηση του ανθρώπου, ως έναν από τους δημιουργούς θρησκευτικών ρευμάτων στη διάρκεια του Μεσαίωνα.
Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία. Ο λ. διαδόθηκε γρήγορα σε όλον τον κόσμο, εξαιτίας του εντατικού μεταναστευτικού ρεύματος του 18ου και του 19ου αι. και του ιεραποστολικού έργου. Τα σύγχρονα στατιστικά δεδομένα μαρτυρούν την ύπαρξη περίπου 80 εκατ. πιστών του λ. σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1923 συνήλθε στο Άιζεναχ η πρώτη διεθνής λουθηρανική διάσκεψη, αλλά μόλις το 1947 ιδρύθηκε στο Λουντ η Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία. Από τις σπουδαιότερες εθνικές λουθηρανικές Εκκλησίες είναι η γερμανική (στην οποία ανήκει περίπου το 50% του πληθυσμού), των ΗΠΑ, της Ελβετίας (της οποίας ο πριμάτος, Νάθαν Σόντερμπλομ, υπήρξε ο θεμελιωτής της οικουμενικής κίνησης), της Νορβηγίας και της Δανίας. Υφίστανται και μερικές ορθόδοξες κοινότητες, αρκετά περιορισμένες αριθμητικά (για παράδειγμα, η σύνοδος του Μισούρι στις ΗΠΑ).
* * *οθρησκευτικό δόγμα που προήλθε από τη διδασκαλία τού Λουθήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lutheranisme < γαλλ. lutheran < όν. τού Martin Luther, Γερμανού θρησκευτικού μεταρρυθμιστή. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης τού Γρηγ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.